Ο όρος «προβλήματα όρασης» καλύπτει ένα ευρύ φάσμα διαταραχών της οπτικής ικανότητας από τα μικρά προβλήματα όρασης έως και τις περιπτώσεις των ατόμων εκείνων που είναι τελείως τυφλά και δε μπορούν να διακρίνουν το φως από το σκοτάδι.
Τύφλωση
Ονομάζεται έτσι η κατάσταση ατόμου που έχει χάσει την όραση. Η τύφλωση μπορεί να είναι εκ γενετής ή επίκτητη. Με την αυστηρή επιστημονική έννοια του όρου είναι η πλήρης απώλεια της όρασης, η ανικανότητα διάκρισης του φωτός από το σκοτάδι (απόλυτη τύφλωση). Με την πρακτική και κοινωνική του έννοια ο όρος αυτός είναι σημαντικά μεγαλύτερος. Έτσι, ο άνθρωπος θεωρείται τυφλός, όταν δεν μπορεί να προσανατολίζεται στο περιβάλλον, όταν δεν μπορεί να μετακινηθεί χωρίς ξένη βοήθεια έξω από το σπίτι του, μ' όλο που διαθέτει ακόμη την αίσθηση του φωτός.
Η έννοια της κοινής τύφλωσης αναφέρεται στην κατηγορία των πρακτικά τυφλών που είναι άτομα με πολύ μειωμένη οπτική οξύτητα. Η έννοια της παραγωγικής τύφλωσης αναφέρεται στην περίπτωση που η όραση είναι σε τέτοιο βαθμό μειωμένη, ώστε ο άνθρωπος να μην μπορεί να εργαστεί. Η επαγγελματική τύφλωση ανταποκρίνεται σε τέτοια μείωση της οπτικής οξύτητας, ώστε η συνέχιση της συνηθισμένης επαγγελματικής εργασίας να γίνεται αδύνατη (για τα άτομα που εργάζονται πνευματικά η απώλεια της ικανότητας να διαβάζουν). Στους τυφλούς, εξαιτίας της στέρησης της όρασης, οξύνονται οι άλλες αισθήσεις (αφή, ακοή, όσφρηση, γεύση) με τις οποίες και έρχονται σε επαφή με τον έξω κόσμο.
Οι πιο συχνές αιτίες τύφλωσης είναι το γλαύκωμα, τα τραχώματα, η βλεννόρροια, η κερατίτιδα, τα έλκη του κερατοειδή κ.ά. Τα αίτια της τύφλωσης μεταβλήθηκαν τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της καταπολέμησης λοιμωδών νοσημάτων. Οι τραυματισμοί στο κεφάλι κυρίως εξαιτίας τροχαίων ατυχημάτων απέκτησαν το προβάδισμα απέναντι στα άλλα οφθαλμικά νοσήματα. Εξάλλου οι επιτυχίες της χειρουργικής του οφθαλμού, επιτρέπουν την επαναφορά ως ένα βαθμό της όρασης σε άτομα που τυφλώθηκαν από θολώματα του κερατοειδή.